Θηραίος

Θηραίος
Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τη Σαντορίνη. 1. Αναγνώστης (Σαντορίνη 1770 – Ναύπλιο 1824). Ήταν έμπορος στην Κωνσταντινούπολη και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Σέκερη, ο οποίος του έδειξε απόλυτη εμπιστοσύνη. Τις παραμονές της εισβολής του Υψηλάντη στη Δακία, στάλθηκε στην Οδησσό, με αποστολή τη διενέργεια εράνων. Το 1822 πήγε στην επαναστατημένη Ελλάδα και συμμετείχε στην πολιορκία του Ναυπλίου και στη μάχη στα Δερβενάκια. Το 1824 διατάχθηκε να αναχωρήσει για την Αλεξάνδρεια με ειδική εντολή, αλλά πέθανε εξαιτίας ενός λοιμού στο Ναύπλιο. 2. Πέτρος (; – Κωνσταντινούπολη 1860). Γιος του προηγούμενου. To 1825 αναμείχθηκε στα πειρατικά κινήματα της Ύδρας. Τον συνέλαβε, όμως, ο Χάμιλτον και μαζί με άλλους επικίνδυνους πειρατές τον έστειλε στη Μελίτη. Το 1830 επέστρεψε στο Ναύπλιο, όπου ήταν εγκατεστημένη η οικογένειά του. Πήρε μέρος στον εμπρησμό της φρεγάτας Ελλάς και στη συνέχεια κατέφυγε στα βουνά, όπου επιδόθηκε σε ληστείες. Μετά την ενηλικίωση του Όθωνα, του δόθηκε αμνηστία και επέστρεψε στο Ναύπλιο. Κατέλαβε διάφορες κρατικές θέσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Θηραίος — ο θηλ. Θηραία κάτοικος της Θήρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Liste der Erzbischöfe von Patras — Die folgenden Personen waren Bischöfe, Erzbischöfe und Metropoliten von Patras: Bischöfe Andreas Stratokles Irodion Plutarchos (344 418) Perigenes (418) Alexandros Afanasios Erzbischöfe 733 806 ... Metropoliten 865 879 A. Papadopulos Keramias 868 …   Deutsch Wikipedia

  • αθήρι — ἀθήρι, το (Μ) [ἀθήριν] 1. λευκό και γλυκό λεπτόφλουδο σταφύλι τής Θήρας 2. το κρασί που παράγεται από αυτό το είδος σταφυλιού, αθηράτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον πληθ. θήραια > θήρια, τού επιθ. θήραιος > τοπων. Θήρα. Το α τού αθήρι από τη συνεκφορά… …   Dictionary of Greek

  • Αρχέδαμος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Καλλιτέχνης από τη Θήρα (β’ μισό 5ου αι. π.Χ.). Είναι γνωστός από μια ανάγλυφη αυτοπροσωπογραφία του, την οποία φιλοτέχνησε στον βράχο μιας σπηλιάς στον Υμηττό (ΒΑ της Βάρης), που ο ίδιος τη διαμόρφωσε, τη διακόσμησε… …   Dictionary of Greek

  • Αρχίβουλος — (3ος αι. π.Χ.). Λυρικός ποιητής. Θηβαίος ή Θηραίος, δάσκαλος του Ευφορίωνα και εφευρέτης δικού του λυρικού μέτρου, του αρχιβουλείου …   Dictionary of Greek

  • Σαντορίνη — Νησί των Κυκλάδων, το νοτιότερο, μαζί με την Ανάφη, του νησιωτικού συμπλέγματος. Λέγεται και θήρα. Έχει έκταση 76 τ. χλμ. και πληθυσμό 8771 κατ. θήρα είναι το αρχαίο όνομα του νησιού· το όνομα Σαντορίνη παρουσιάζεται το 14o αι. Συχνά με τον όρο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”